Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Ελληνισμός και Χριστιανισμός Ο χαμένος διάλογος




Το δοκίμιο αυτό εμπεριέχεται στον Β΄ Τόμο του Οδηγού των βιβλίων για την Αρχαία Ελλάδα.
Ελληνισμός και Χριστιανισμός
Ο χαμένος διάλογος
Σ’ αυτή την εποχή που, υποφερτά ή ανισόρροπα, αναβιώνουν τα πάντα,ένα μόνο δεν αναβιώνει στον τόπο αυτό: ο διάλογος Ελληνισμού –Χριστιανισμού! Ο οποίος, ας το ομολογήσουμε, έλαβε οριστικό τέλος με
το “σιγάν ή τεθνάναι” του Ιουστινιανού για τους Εθνικούς, και με τις βυζαντινές ρομφαίες ως μόνους έγκυρους συνομιλητές, των κατά τα πάτρια θρησκευόμενων και στοχαζόμενων Ελλήνων και ελληνιζόντων του καιρού εκείνου. Θα βρεθούν υποστηρικτές του διαλόγου από τη μεριά των Χριστιανών; Και δεν εννοούμε βέβαια το Ιερατείο. Αυτό, επαναλαμβάνοντας αταβιστικά τον εαυτό του της περιόδου από τον 4ο  και εντεύθεν, εξέδωσε επίσημη ετυμηγορία περί επικίνδυνων “νεοειδωλολατρών”, συλλήβδην, και τελείωσε – δεν θα μπορούσε βέβαια
να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό. 
Ο σοβαρός διάλογος στη χώρα είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Για κάποιους από τη χριστιανική πλευρά, η σιωπή σημαίνει “δεν υπάρχετε, σας εξαφανίσαμε τότε, δεν είστε παρά φαντάσματα μια τελειωμένης υπόθεσης”· σκέφτονται ίσως ότι με τέτοιες συζητήσεις θα προσδώσουν κύρος σε ένα απρόβλεπτο κίνημα. Ο διάλογος εκκρεμεί, υπάρχει όμως η δήλωση του Χριστού πως η συνάντησή του με τους Έλληνες δοξάζει την υιότητα του ανθρώπου: 
Ήσαν δε τινες Έλληνες εκ των αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή
ούτοι ουν προσήλθον Φιλίππω (...) και ηρώτων αυτόν λέγοντες· κύριε θέλομεν
τον Ιησούν ιδείν (...) Ανδρέας και Φίλιππος λέγουσι τω Ιησού· ο δε Ιησούς
απεκρίνατο αυτοίς λέγων· ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου·
αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη,
αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει” (Ιω. 12: 20-23). 
Κατά σύμπτωση, η πτώση της Ελλάδας έφερε πολύ καρπό για τα έθνη, όπως ο θάνατος του Χριστού. Πέθανε λοιπόν ο ελληνικός κόκκος σίτου και σήμερα τίθεται ζήτημα πνευματικής του ανάστασης. Και η ανάσταση δεν μπορεί παρά να έχει τρεις μόνον όψεις: Είτε εναντίον του Χριστού σε
κάποιου είδους θολή αναβίωση, είτε σε ειρηνική συνύπαρξη μαζί του, είτε εν Χριστώ. Και, προφανώς, όλες οι εκδοχές θα συνυπάρξουν.
Ωστόσο, οι δύο πρώτες έχουν ήδη τα ιστορικά τους προηγούμενα:
Η πρώτη έδωσε τη μάχη της με τον Ιουλιανό και πήρε τέλος με την
ηθική και ίσως και τη φυσική του εξόντωση. Την ίδια τύχη είχαν και οι όποιες ανάλογες απόπειρες των πέντε τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου.
Η δεύτερη σφράγισε τη σύντομη αλλά κρίσιμη περίοδο ανάμεσα στα τέλη του 4ου  και στις αρχές του 5ου  αιώνα, όταν, μέσα κυρίως από τρία   διάσημα ζεύγη Εθνικών – Χριστιανών, αποδείχθηκε ότι μπορούσε ακόμα να διασωθεί το ήθος εκείνο που επέτασσε υψηλού επιπέδου  αλληλοσεβασμό και συνεργασία για τη φροντίδα του λαού και τη      διάσωση της ελληνικής παιδείας: Λιβάνιος – Βασίλειος, Υπατία –
Συνέσιος, Κύρος – Αθηναΐδα. Αυτή ήταν μια ισχνή αλλά τεράστιας   σπουδαιότητας γραμμή, που μπόρεσε να αναδυθεί ξανά μια χιλιετία   αργότερα στο ζεύγος (Εθνικός) Πλήθων – (Χριστιανός) Βησσαρίων. 
Υπήρξε ανυπολόγιστη η απώλεια αυτής της γραμμής συνεργασίας και
είναι λυπηρό που κανείς δεν προσπαθεί να φωτίσει το τι χάθηκε για την  ελληνική ψυχή τότε. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Όπως ξέρουμε, ο Λιβάνιος και οι αγώνες του για τη διάσωση των ιερών αγνοήθηκαν, ο  Εθνικός Κύρος, που αγωνιζόταν μαζί με την Αθηναΐδα (η Αθηναία  σύζυγος του Θεοδοσίου του μικρού, με το μετέπειτα χριστιανικό όνομα  Ευδοκία) για τη διάσωση της ελληνικής γλώσσας και παιδείας χρίστηκε   καταναγκαστικά επίσκοπος και στάλθηκε σε μια κωμόπολη, της οποίας
οι κάτοικοι συνήθιζαν να φονεύουν τους επισκόπους! Η Υπατία
δολοφονήθηκε με ειδεχθή τρόπο, με ηθική και φυσική αυτουργία των  Χριστιανών, πνευματικά όμως δεν τόλμησαν να την αγγίξουν· απεναντίας, οι Βυζαντινοί διατήρησαν πάντα ένα δέος απέναντί της. Έτσι σβήστηκε  τότε και η δεύτερη εκδοχή. 
Μένει να δούμε αν το υψηλόβαθμο Ιερατείο, που δεν έχει άλλο να  προτείνει από την αποδοχή του ιουδαϊκού του θεού και, ως εκ τούτου,  παραμένει εχθρικό και προς τις τρεις εκδοχές, θα καταφέρει να  καρατομήσει και την τρίτη: την αναγνώριση της (εναρμονισμένης με την ωριμότητα της πλανητικής συνείδησης) ελληνικής πολιτείας, με την άμεση δημοκρατία της, ως μιας πλατιάς και ευρύχωρης πύλης εισόδου
του Χριστού στις ανθρώπινες κοινότητες.  
Δεν γνωρίζουμε αν τους Αφγανούς τους απασχολεί η βουδιστική
παράδοση, την οποία αρνήθηκαν για να δεχθούν το Ισλάμ· προφανώς όχι, ή όχι ακόμα. Δεν φαίνεται να προβληματίζονται για κάποια βουδο-ισλαμική συνάντηση. Οι Έλληνες όμως δεν μπορούν να αγνοήσουν την
αρχαία τους κληρονομιά, διότι είναι οικουμενική και διότι ταξιδεύει ακόμα ως δρώσα επιρροή στο κόσμο· ομοίως δεν μπορούν να αγνοήσουν τους δεκάξι αιώνες της χριστιανικής τους παράδοσης! Αυτές οι δύο παραδόσεις, έστω και εν “ετέρα μορφή”, μαζί με την ισχυρή ιουδαϊκή επίδραση διαμόρφωσαν τη συλλογική τους ύπαρξη. Ως εκ τούτου, μιας και η συνείδησή μας αγκομαχά να γεννήσει μια πιο ολοκληρωμένη
αυτοεικόνα της μέσα από την εσωτερική σύγκρουση της τρισυπόστατης
(αλλά καθόλου αλληλοπεριχωρούμενης!) ελληνο-ιουδαιο-χριστιανικής
σύνθεσης με την οποία την προίκισε η Ιστορία, είμαστε υποχρεωμένοι να
μελετήσουμε εις βάθος την ελληνική, τη χριστιανική και την ιουδαϊκή
ενσάρκωση, για να καταλάβουμε τον τρίψυχο εαυτό μας. Ή όχι; Αλλιώς μπορεί να κραυγάζουμε ότι είμαστε λάτρεις του Χριστού ή των Ελλήνων θεών, αλλά να κρύβουμε μέσα μας και στις δύο περιπτώσεις έναν  κυρίαρχο Ιεχωβά. 
Εθνικοί εναντίον Χριστιανών και Χριστιανοί εναντίον Εθνικών
Εφαρμόζοντας πιστά το ιουδαϊκό πρότυπο που ορίζει ότι “είδωλα οι θεοί   των άλλων”, οι δύο πλευρές αλληλοκατηγορούνται για ειδωλολατρία. Οι  νεοεθνικοί είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο ζήτημα αυτό και έχουν επανειλημμένα ζητήσει να πάψει αυτός ο συκοφαντικός χαρακτηρισμός
για τη θρησκεία των προγόνων μας.
 Οι Χριστιανοί απαντούν αυξάνοντας   χαιρέκακα όλο και περισσότερο τη χρήση του, για να περιλάβει και τους
σημερινούς Εθνικούς ως “νεοειδωλολάτρες”. 
Βάσει της απλής λογικής, όμως, στους Πατέρες της Εκκλησίας πρέπει
να αντιπαρατάσσονται οι αρχαίοι φιλόσοφοι και θεολόγοι: στ’ αλήθεια,
τους βρίσκουν αυτούς ειδωλολάτρες οι Χριστιανοί; Όσο για την αρχαία
λαϊκή θρησκευτικότητα, σύμφωνα με επαΐοντες όπως ο Nilsson, δεν  φαίνεται να έχει και μεγάλη διαφορά από την αντίστοιχη λαϊκή  χριστιανική, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Ελληνική λαϊκή θρησκεία
(Εστία, 2000, σ. 14-18):
Ο Χριστιανισμός εύκολα σάρωσε τους μεγάλους θεούς, αλλά οι μικρότεροι
δαίμονες της λαϊκής πίστης αντιστάθηκαν με πείσμα, γιατί ήταν κάτι το πιο
ζωντανό. Ο έλληνας χωρικός πιστεύει ακόμα και σήμερα στις Νύμφες κι ας
δίνει σε όλες το όνομα που άλλοτε είχαν οι Νύμφες της θάλασσας μόνο,
Νεράιδες (...). Η λατρεία των ηρώων συνεχίστηκε με χριστιανική εμφάνιση και
επιζεί, συχνά μάλιστα με την ίδια μορφή, μόνο που τους ήρωες τους
διαδέχτηκαν οι μάρτυρες και οι άγιοι. (...) Ήταν η θρησκεία των απλών και των
αγραμμάτων χωρικών, αλλά και η πιο ανθεκτική μορφή της ελληνικής  θρησκείας. 
Ως εκ τούτου, όμοια στοιχεία “ειδωλολατρίας” μπορεί να ανιχνεύσει
κανείς και στις δύο λαϊκές θρησκευτικές παραδόσεις. Όσον αφορά όμως
τους αρχαίους σοφούς και θεολόγους που έδωσαν τη βαθύτερη αντίληψη
της ελληνικής θρησκείας, υπήρξαν άραγε περισσότερο ειδωλολάτρες από
τους Χριστιανούς πατριάρχες που, όπως ο πάπας Βιγίλιος στην 5η
οικουμενική Σύνοδο (επί Ιουστινιανού, 15 Αυγούστου του 555),
ορκίζονταν στο χαλινό του αλόγου του Μ. Κων/νου, επειδή εκεί θεώρησε
καλό να τοποθετήσει αυτός ο αμφιλεγόμενος αυτοκράτορας τα καρφιά
του σταυρού του Χριστού; Ορίστε πώς εξηγεί το θέμα ο μητροπολίτης
Νικοπόλεως Μελέτιος στο ογκώδες σύγγραμμά του Η πέμπτη
Οικουμενική Σύνοδος (Αθήνα, 1985) στην υποσημείωση της σ. 554:
Με τους ιερούς ήλους [καρφιά] του Τιμίου Σταυρού, ο Μέγας Κων/νος είχε
κατασκευάσει χαλινόν διά τον βασιλικόν ίππον. Εντεύθεν ο χαλινός αυτός ήτο
εν από τα ιερώτερα κειμήλια της βασιλείας και ως εκ τούτου, η ένορκος
αναφορά εις τον άγιον χαλινόν αποτέλει όρκον εις την ασφάλειαν και θείαν
προστασίαν του βασιλέως· δι ό και η καταπάτησίς του εκρίνετο με τας διατάξεις
περί sacrilegium. 
Υποθέτουμε πως ο Μ. Κων/νος έβλεπε στο άλογο το σύμβολο του
(άλογου) λαού και στα καρφιά του Χριστού το σύμβολο της εξουσίας του,
διά του οποίου οδηγούσε το λαό, ομοφωνούντος του Ιερατείου. Πουθενά
ο μητροπολίτης Νικοπόλεως δεν εκφράζει την παραμικρή δυσφορία για
αυτού του είδους τη χρησιμοποίηση των καρφιών του Τιμίου Σταυρού
στο χαλινάρι ενός αλόγου! 
Σύμφωνα με πληροφορίες του μητροπολίτη Ίμβρου, Χρυσοστόμου, στο
νησί αυτό ήταν έθιμο να θυσιάζεται ένα αρνί στους Ταξιάρχες για κάθε
μικρό παιδί, αλλιώς πίστευαν ότι το παιδί θα αρρώσταινε! Τα παιδιά


έφερναν το καθένα το αρνί του εν πομπή στη γιορτή των Ταξιαρχών και,
μετά τη σφαγή, ο ιερέας, αφού διάβαζε την πλάτη του αρνιού (όπως οι
αρχαίοι μάντεις και όπως οι κλέφτες και οι αρματολοί), την κρατούσε ως
προσωπικό μερίδιο από τη θυσία. Εδώ δεν έχουμε απλή επιβίωση
“ειδωλολατρικών” υπολειμμάτων, αλλά κανονική θυσία με τον παπά στο
ρόλο του αρχαίου μάντη-ιερέα! Ως εκ τούτου, οι Χριστιανοί θα πρέπει να
είναι πολύ προσεκτικοί όταν μιλούν για ειδωλολατρία. Αλλά και οι
Εθνικοί, που εκτοξεύουν κατηγορίες για την “ειδωλολατρική” λιτάνευση
των χριστιανικών εικόνων, γιατί ξεχνούν ότι αυτές είναι αρχαίες
συνήθειες; 
Άλλο παράλληλο φαινόμενο είναι το γεγονός ότι πιστοί Χριστιανοί
κοιμούνται σε ναούς αγίων και θεραπεύονται, όπως ακριβώς συνέβαινε
με την εγκοίμηση στα αρχαία Ασκληπιεία, όπου ο Ασκληπιός ερχόταν
στον ύπνο των ασθενών και τους θεράπευε. Η αρχαιολογική έρευνα
αποκάλυψε ότι το φαινόμενο των ευχαριστήριων αναθημάτων και
ταμάτων στα Ασκληπιεία ήταν ίδιο και απαράλλαχτο με το αντίστοιχο
στους σημερινούς ναούς των θαυματουργών αγίων. Αλλά οι νεοεθνικοί
αμφισβητούν τις παρεμβάσεις των αγίων, όπως οι Χριστιανοί
αμφισβητούν τις θεραπείες του Ασκληπιού. 
Οι Χριστιανοί δεν πιστεύουν στις άνωθεν παρεμβάσεις των αρχαίων
πολιούχων ηρώων, που προστάτευαν τις πόλεις τους όπως κάνουν τώρα
οι πολιούχοι Χριστιανοί άγιοι. Όμως για τους αρχαίους οι παρεμβάσεις
αυτές ήταν πραγματικές και χειροπιαστές, όσο είναι για τους
Χριστιανούς οι ανάλογες των αγίων. Ας δούμε π.χ. το εξής από το
περιοδικό Πάνθεον, τ. 22ο, σ. 38:
Κάποτε έφθασαν Πέρσαι πρέσβεις εις την Σπάρτην και τας Αθήνας διά να
ζητήσουν “γην και ύδωρ”. Εφονεύθησαν. Αποτέλεσμα: τουλάχιστον διά την
Σπάρτην είναι γνωστόν, ότι ο Ήρως Ταλθύβιος, προστάτης των κηρύκων,
εξέφρασε την μήνιν του διά της αποτυχίας των θυσιών, μέχρις ότου δύο νέοι
Σπαρτιάται εδέχθησαν να μεταβούν εις την Περσίαν διά να προσφέρουν την
ζωήν των εις εξιλέωσιν. Πράγματι μετέβησαν, αλλά ο Ξέρξης ηρνήθη να τους
φονεύσει.
Οι Χριστιανοί ασεβούν όταν χαρακτηρίζουν την αρχαία θρησκεία
ειδωλολατρία αλλά και οι Εθνικοί ασεβούν, διότι είναι ασέβεια προς το
λαό σου να μη δέχεσαι και να μη μελετάς και τις δύο παραδόσεις με τις
οποίες ζυμώθηκε η ψυχή του, και οι οποίες είναι, με τρόπο ολοφάνερο,
αδιάσπαστες στη συνείδησή του. Αυτό αγγίζει την έλλειψη αληθινού
πατριωτισμού, σε αντίθεση με το παράδειγμα του Πλήθωνα, ο οποίος,
όταν χρειάστηκε να υπερασπίσει την εξελληνισμένη Ανατολική Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία, δέχτηκε να πάρει μέρος στη σύνοδο της Φεράρας
στηρίζοντας την Ορθοδοξία! 
Σε αντίθεση επίσης με το παράδειγμα εντίμων ανδρών, όπως ο άθεος
(στέλεχος του ΚΚΕ) Κωστής Μοσκώφ, ο οποίος, από σεβασμό προς το
λαό του, θεώρησε ότι όφειλε, παρά τις λοιδορίες των συντρόφων του, να
εγκύψει με ανοιχτό νου και καρδιά στη μελέτη της Ορθόδοξης
παράδοσης. Είναι φανερό από τα δοκίμιά του, ότι μελετώντας τους
Έλληνες Πατέρες βρέθηκε μπροστά σε ένα θησαυρό ελευθερίας και
οικουμενικότητας για τον οποίο οι νεοεθνικοί παραμένουν


ανυποψίαστοι, θεωρώντας ότι όλα αυτά αφορούν μια ξένη θρησκεία που
επιβλήθηκε διά της βίας στη χώρα, ωσάν οι Έλληνες Πατέρες να μην
προσήλθαν οικειοθελώς στο Χριστιανισμό μαζί με την ελληνική τους
παιδεία, αλλά ως να ευρέθησαν επήλυδες στα ελληνικά χώματα! Στο
κάτω της γραφής, άνθρωποι σαν το Νικηφόρο Βλεμμύδη, που αφύπνισαν
στους άρχοντες της Νέας Ρώμης την ελληνική τους συνείδηση στα 1204,
ήταν άνθρωποι που φορούσαν ράσα. Ομοίως και η πλειονότητα των
ανθρώπων του νεοελληνικού διαφωτισμού, που προετοίμασε την
Εθνεγερσία του ’21. Οι Εθνικοί όμως αρνούνται μικρόψυχα να
αναγνωρίσουν κάθε χριστιανική προσφορά στον Ελληνισμό. 
Μια άλλη διένεξη σχετίζεται με το θρησκευτικό περιεχόμενο που
απέκτησε η έννοια “Έλλην” κατά τους χρόνους της χριστιανικής
επικράτησης, μέχρι και την εποχή του ελληνικού διαφωτισμού, λίγο πριν
την επανάσταση του ‘21. Λέγοντας “Έλλην” οι Χριστιανοί εννοούσαν τον
εθνικά θρησκευόμενο, το λάτρη των αρχαίων θεοτήτων, τον σκεπτόμενο
με τους όρους της ελληνικής μεταφυσικής. Δεν υπάρχει κανένας λόγος
σύγχυσης απ’ την παράλληλη χρήση της φυλετικής ή της
θρησκευτικοπνευματικής έννοιας της λέξεως “Έλλην”: και ένα παιδί
καταλαβαίνει από τα συμφραζόμενα, πως ο Πλήθων λέγοντας “είμαστε
Έλληνες” το εννοεί πρωτίστως φυλετικά (αν και όχι μόνον), και πως ο
Σχολάριος λέγοντας ότι δεν είναι Έλλην το εννοεί θρησκευτικά: Αν με
ρωτήσετε τι είμαι θα σας απαντήσω χριστιανός. Γιατί πώς μπορεί να
ονομάζομαι Έλλην, όταν οι Έλληνες ήταν ειδωλολάτρες; Ο ίδιος όμως, αν
είναι ακριβή τα αναφερόμενα από τον Β. Μισύρη στο βιβλίο του Τα άγια
ρεμάλια (Ευρώτας, 1989), μετά την άλωση μιλάει πατριωτικά στους
νέους: 
Είναι σοφό το γένος μας, ένδοξο, γενναίο, φρόνιμο, ανδρείο… Πώς πρέπει να
ονομαζόμαστε εμείς; Έλληνες ή Ρωμαίοι; Ποτέ να μην θελήσετε να ονομάζεστε
Ρωμαίοι, αλλά Έλληνες, διότι οι Ρωμαίοι εβαρβάρωσαν και αφάνισαν την
Ελλάδα, την γλυκυτάτη μας πατρίδα. 
Ο Κοσμάς ο Αιτωλός λέει πως οι Χριστιανοί δεν είναι “Έλληνες” και το
εννοεί θρησκευτικά· ταυτόχρονα συνιστά στους χωρικούς την
οικοδόμηση “ελληνικών” σχολείων! Πουθενά δυσκολία. Όμως οι Εθνικοί
κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν και υποβάλλουν την ιδέα πως, όταν οι
Χριστιανοί έβριζαν και καταδίωκαν τους “Έλληνες” και τους
“Ελληνιστές”, εννοούσαν τους φυλετικά Έλληνες! 
Απ’ την πλευρά της χριστιανικής προπαγάνδας αυτή τη φορά, ένας
άλλος μύθος είναι ο ισχυρισμός ότι, επειδή γρήγορα οι πρώτες
χριστιανικές Εκκλησίες πέρασαν σε ελληνικά χέρια, οι Έλληνες
δέχτηκαν μαζικά, ασμένως και αβίαστα τον Χριστιανισμό. Καλλιεργούν
το μύθο αυτό στην παιδεία, αποσιωπώντας τα συμπεράσματα ακόμη και
επιφανών ορθοδόξων διανοητών, όπως ο π. Φλορόφσκι, που παραδέχεται
ότι οι Έλληνες –προφανώς εννοώντας τον όρο πολιτισμικά και φυλετικά
ταυτόχρονα– σθεναρά απέκρουαν την Εκκλησία: 
Η αποκατάσταση της ειδωλολατρίας επί Ιουλιανού δεν μπορεί να θεωρηθεί
τυχαία. Αντίθετα, αποδεικνύει καθαρά ότι ο παλαιός κόσμος δεν είχε ακόμα
πεθάνει. Ο ειδωλολατρικός πνευματικός πολιτισμός παρουσίασε μια


αναγέννηση τον τέταρτο αιώνα, ακόμα και τον πέμπτο αιώνα, που κορυφώθηκε
στον Ιάμβλιχο και την Αθηναϊκή Σχολή του Νεοπλατωνισμού. (...) Κατά τη
σύγκρουση των δύο κόσμων, του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού, η
Εκκλησία ουδέποτε απέρριψε τον κλασσικό πολιτισμό, αλλά οι Έλληνες
ηρνούντο να δεχθούν την Εκκλησία (Οι Ανατολικοί Πατέρες του 4
ου
 αιώνα,
Πουρναράς, 1991, σ. 18).
Πράγματι, ο παλιός ελληνικός κόσμος δεν είχε ακόμη πεθάνει. Στην
Αθήνα μπορούσε, σύμφωνα με το Λουκιανό στον οποίο αναφέρεται ο
Παπαρρηγόπουλος (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κάκτος, τ. 8
ος
, σ. 239-
240), να δείχνει την τεράστια διαφορά του από το ρωμαϊκό ζειν, ακόμη
και τον 4
ο
 μ.Χ. αιώνα: 
Γενικά η Αθήνα γύρω στα μέσα του τέταρτου αιώνα διατηρούσε ακόμη, όπως
φαίνεται, τον χαρακτήρα εκείνον που τόσο χαριτωμένα έχει περιγράψει ο
Λουκιανός, ο οποίος άκμασε γύρω στο τέλη του δεύτερου αιώνα. Η διαμονή
στην Αθήνα, με συντροφιά τη φιλοσοφία και με τη δυνατότητα που έδινε να
διατηρήσει κανείς καθαρό το ήθος του, ταίριαζε ιδιαίτερα σε σπουδαίο άντρα,
συνηθισμένο να περιφρονεί τον πλούτο και φίλο της φυσικής ζωής. Κι ο
Λουκιανός καταλήγει: “όποιος όμως αγαπάει τον πλούτο, γοητεύεται από το
χρυσάφι, και την ευχαρίστηση στη ζωή την μετράει με την πορφύρα και την
εξουσία και δεν έχει γευτεί την ελευθερία, δεν έχει δοκιμάσει την ελευθερία του
λόγου και δεν έχει γνωρίσει την αλήθεια, ο τέτοιος άνδρας ας πάει να ζήσει στη
Ρώμη”.
Όσον αφορά τώρα τους εκατέρωθεν διωγμούς, οι Εθνικοί περιγράφουν
με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες την επιδρομή του
Αυτοκρατορικού Χριστιανισμού εναντίον του Ελληνισμού, με
αποτέλεσμα για πρώτη φορά να πληροφορούνται οι Έλληνες για αίσχη
που παρέμεναν αποσιωπημένα τόσους αιώνες. Ωστόσο είναι γνωστό, ότι η
επίθεση στράφηκε με την ίδια σφοδρότητα εναντίον των αιρετικών του
Χριστιανισμού αλλά και εναντίον των Εβραίων, που στην Αλεξάνδρεια
π.χ. εκδιώχθηκαν βιαίως από τον Πατριάρχη Κύριλλο – οι Έλληνες
Εθνικοί όμως δεν λένε λέξη γι’ αυτά. Παραθέτουμε επί του θέματος, από
άρθρο του θρησκειολόγου Μάνου Σκουλά για τους περιθωριακούς της
Ευρώπης, στο περιοδικό Θεός και Θρησκεία, τ. 9
ο
, σ. 117:
Επιγραμματικά, λοιπόν, και για την περίοδο από τον τέταρτο ως τον έκτο
αιώνα, μπορούμε να αναφέρουμε μια σειρά νομοθετικά έργα, θεσπισμένα από
τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, οι οποίοι επέβαλαν απαγορεύσεις στον εβραϊκό
πληθυσμό: δεν τους επέτρεπαν να έχουν Χριστιανούς σκλάβους, να
προσηλυτίζουν, να χτίζουν νέες συναγωγές, να δουλεύουν για την κυβέρνηση,
να διδάσκουν σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή να υπηρετούν στο στρατό.
Οι απαγορεύσεις αυτές βρίσκονται σε νομοθετικούς κώδικες του πέμπτου και
έκτου αιώνα: στις “Εκλογές” και στα “Βασιλικά”. Όσο για τη δυτική Ευρώπη, τα
πράγματα εξελίχθηκαν με βραδύτερους ρυθμούς. Οι βαρβαρικές επιδρομές και
η πολιτική κατάρρευση του δυτικού χώρου της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δεν
ευνόησαν την πρώιμη θεσμοθέτηση της πολιτικής περιθωριοποίησης των
Εβραίων. Τούτο συμβαίνει αργότερα, ιδιαίτερα μετά τον δέκατο αιώνα.
Εκδηλώνεται, κυρίως, με την εχθρική αντιμετώπιση των εβραϊκών πληθυσμών
από τις πολιτικοθρησκευτικές αρχές του δυτικοευρωπαϊκού χώρου. Οι
σταυροφορίες σηματοδοτούν την πρώτη μαζική, οργανωμένη και ευρείας
κλίμακας έξαρση του αντισημιτισμού στον ευρωπαϊκό χώρο. Η


Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, σε συνεργασία με τους βαρώνους και τους ιππότες
της πρώτης Σταυροφορίας, επιδιδόταν σε αντιεβραϊκή προπαγάνδα. Για να τη
στηρίξουν ιδεολογικά, εκμεταλλεύθηκαν παλαιότερες λαϊκές δοξασίες και
αντιλήψεις που συνδέονταν με τους Εβραίους: θρυλούμενες εξαφανίσεις
παιδιών, μόλυνση των νερών με δηλητήριο κ.ά. Αυτή η προσπάθεια είχε ως
αποτέλεσμα να διεγείρει το λαϊκό θρησκευτικό συναίσθημα σε τέτοιον βαθμό,
ώστε σε όλο τον χώρο της Ευρώπης και της Παλαιστίνης, από τη Γερμανία
μέχρι τη Θεσσαλονίκη και την Ιερουσαλήμ, οι εβραϊκοί πληθυσμοί υπέστησαν
μαζικές δολοφονίες, εξορίες, κατάσχεση κινητών και ακινήτων περιουσιών. (...)
Από την άλλη, η αντίστοιχη εκκλησιαστική πρακτική δεν εκφραζόταν μόνο στις
πολεμικές Ομιλίες του Αγίου Αυγουστίνου και του Πάπα Γρηγορίου του Ι, αλλά
κυρίως στην εφαρμογή σκληρών μέτρων για τους Εβραίους που ζούσαν στο
παπικό κράτος. 
Από την άλλη πλευρά, όταν ερωτώνται οι Χριστιανοί για τους διωγμούς
του Αυτοκρατορικού Χριστιανισμού εναντίον των Εθνικών και εναντίον
του Ελληνισμού, σφυρίζουν αδιάφορα, στο στυλ “για ποιους διωγμούς
μιλάτε”, ή ρίχνουν τις ευθύνες στους αυτοκράτορες, εξηγώντας πως είχαν
πολιτικούς λόγους για όσα έκαναν. 
Κάποτε, όταν ο λαός αυτός εμβαθύνει μέσα από απροκαταληψία στην
ανακεφαλαίωση της διαδρομής του, αφήνοντας πίσω του την εμπαθή
προπαγάνδα που τώρα μαίνεται και απ’ τις δύο πλευρές, θα εορτάσει την
Ημέρα της Εθνικής Μνήμης για τα θύματα της σύγκρουσης των δύο
κόσμων. Τότε, οι Χριστιανοί που είναι φίλοι του Χριστού θα
αναγνωρίσουν τα αίσχη που διεπράχθησαν εις βάρος του Ελληνισμού
και θα ζητήσουν επίσημα συγνώμη. Θα τιμήσουν ως μάρτυρα του έθνους
την Υπατία και μαζί της όλους τους Έλληνες θύματα του “χριστιανικού”
τραμπουκισμού και θα στήσουν εκπάγλου καλλονής άγαλμα στη μνήμη
της, βλέποντας σ’ αυτήν το αγνότερο σύμβολο της Μητρός Ελλάδας, που
δίδαξε με αγάπη Χριστιανούς και Εθνικούς. 
Εθνικοί και Χριστιανοί, ίσως τιμήσουν τότε ενωμένοι τα ζεύγη που
ενσάρκωσαν την ενότητα του έθνους: Λιβάνιος – Βασίλειος, Κύρος –
Αθηναΐδα, Υπατία – Συνέσιος, Πλήθων – Βησσαρίων. Δεν θα πρέπει
μάλιστα να αποκλείσουμε την πιθανότητα κάποια μέρα η ελληνική
πολιτεία να εξαρθεί σε τέτοιο επίπεδο εθνικής φιλοτιμίας, ώστε να
ζητήσει από την Ιταλία τα οστά του Πλήθωνα –που αναπαύεται τιμητικά
στο Ρίμινι μαζί με τον Πετράρχη κι άλλους μεγάλους Λατίνους στο
παρεκκλήσιο της οικογένειας Μαλατέστα– και να τα διακομίσει επίσημα
στην ελληνική πρωτεύουσα, πιθανόν σε ένα “έτος Πλήθωνος”,
αποφασίζοντας ότι κάποτε πρέπει να αναγνωρίσει ένα μεγάλο τέκνο της
Ελλάδας, που προς το παρόν δοξάζουν μόνον οι ξένοι. Έως τότε, οι
Έλληνες Εθνικοί ας αναρωτηθούν: Γιατί δεν μοιάζουν της Υπατίας; Γιατί
δεν διδάσκουν, όπως εκείνη, στους Χριστιανούς το πατρογονικό κλέος
χωρίς να χλευάζουν την πίστη τους; Γιατί δεν φωτίζονται από το Φάρο
της; Υπήρξε ποτέ αυτή εμπαθής και περιφρονητική με το Χριστιανισμό;
Οι Εθνικοί έχουν μπροστά τους το καθήκον να αναδείξουν με
γενναιοδωρία ό,τι θετικό υπήρξε στο Χριστιανισμό και στη διδασκαλία
του Χριστού.
Αν η προχριστιανική Ελλάδα μπορούσε τότε να ενσαρκωθεί σε μια
γυναίκα, αυτή φυσικά θα ήταν η φιλόσοφος, διδάσκαλος και αγία


εθνομάρτυς Υπατία, στην οποία κατοικούσαν η σοφία, η επιστήμη, το
κάλλος, ο δυναμισμός, η υπηρεσία προς την πόλη και τον άνθρωπο, η
ενότητα με το θείο, η ευγένεια, η αιδώς, η προσήνεια, η σωκρατική
αυτογνωσία, η παρρησία, η αρετή κάθε είδους και ο ιερός έρωτας! Διότι
η παρθενία της παραπέμπει στο γεγονός ότι αυτή ήταν ένας ζωντανός
Παρθενών, σύμβολο ψυχικής παρθενίας, και δεν μειώνει καθόλου την
πασιφανή αλήθεια ότι το πρόσωπό της υπήρξε, ως άλλης Διοτίμας,
κατεξοχήν ερωτικό. Ούτε υπάρχει λόγος να κρύβουμε ότι γενιές
ολόκληρες Βυζαντινών υπήρξαν ερωτευμένοι μαζί της –αγιοποιώντας την,
μάλιστα, είτε ενοχικά με το παραλλαγμένο όνομα Αιαλεία (καθηγητής Κ.
Σπετσιέρης), είτε με αφιέρωση ναού στο όνομά της (π. Γ. Μεταλληνός)–,
διότι συνειδητά ή ανεπίγνωστα υπήρξαν ομοίως ερωτευμένοι με την
Ελλάδα. 
Όμως οι σημερινοί Εθνικοί, αντίθετα με την Υπατία, σκανδαλίζονται με
εκείνον που οι Ιουδαίοι απέρριψαν. Είναι ωστόσο δύσκολο να πείσουν
ότι στη βάση του σκανδαλισμού τους δεν βρίσκεται η εβραϊκή του
καταγωγή... Είναι άραγε βέβαιοι, ότι εάν ο Ιησούς ήταν ελληνικής
καταγωγής δεν θα τον αντιμετώπιζαν τελείως διαφορετικά; Μήπως
προβάλλουμε τη φυσική μας απώθηση για την ιουδαϊκή μισαλλοδοξία σε
εκείνον που τη δέχτηκε στο ίδιο του το σώμα; Ιδού πού καταλήγει η
ακατανόητη ταύτιση Ιουδαϊσμού – Χριστιανισμού και η επιστροφή στην
αρχαία εμπάθεια. 
Θα πρέπει ακόμα να τονίσουμε πως κάποιοι Εθνικοί, παρά το
δεδηλωμένο συντριπτικό (άνω του 90%) ποσοστό των Ελλήνων που
δηλώνουν ορθόδοξοι, δεν δέχονται ότι οι Έλληνες είναι πραγματικά
Χριστιανοί. Και άλλοι μεν περιορίζουν το ποσοστό των “αληθινών”
Χριστιανών σε μονοψήφιο νούμερο, ενώ άλλοι (π.χ. η Λιλή Ζωγράφου
στην Αντιγνώση της) δεν πιστεύουν ότι οι Έλληνες εκχριστιανίσθηκαν! 
Οπωσδήποτε, η Ορθοδοξία ζυμώθηκε μέσα στη συλλογική μας
συνείδηση με το Βυζάντιο και με τον πατριωτισμό. Είτε απέναντι στους
Παπικούς και τους Φράγκους, είτε απέναντι στους Πέρσες, τους
Τούρκους και το Ισλάμ, η Ορθοδοξία συνυφάνθηκε με την υπεράσπιση
της πατρίδας, κατάσταση που δεν έχει αλλάξει ριζικά ως σήμερα για τον
Έλληνα, που από ανατολικά αισθάνεται την ανάσα του Ισλάμ και από
δυτικά το διαφορετικό βίωμα ζωής του Παπισμού και του
Προτεσταντισμού. 
Η αντίθεση παλιάς και νέας Ρώμης ξεκινάει από την αρχή. Πολλές
πλούσιες ρωμαϊκές οικογένειες μνησικακούσαν προς τον Μ. Κων/νο για
τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην ελληνική Ανατολή και η αντίθεση
Ρώμης – Κων/πολης γρήγορα πήρε τη μορφή αντίθεσης μεταξύ Λατίνων
και Ελλήνων. Η δυτική εκκλησία αποδείχτηκε ο συνεχιστής της παλιάς
ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ενώ η Κων/πολη θεωρούνταν η πόλη των
Ελλήνων. Έτσι, στα 655, ο άγιος Μάξιμος μπορούσε να λέει στην
απολογία του, μπροστά σε μια εξουσία που πίεζε σκληρά για την άνευ
όρων θρησκευτική ομοφωνία μεταξύ ανατολικής και δυτικής Εκκλησίας:
Δεν σκέφτομαι την ενότητα ή τη διαίρεση των Ρωμαίων και Ελλήνων, αλλά
οφείλω να μην υποχωρήσω από την ορθή πίστη... 
Είναι εντυπωσιακή, πραγματικά, η αδυναμία των σύγχρονων Εθνικών
να αντιληφθούν την απλή αλήθεια, ότι η Ορθοδοξία και ο πατριωτισμός


των Ελλήνων είναι μεγέθη που στη μέση συνείδηση σχεδόν ταυτίζονται.
Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αυτή η
αλληλοεπικάλυψη ορθόδοξης συνείδησης και πατριωτισμού διέσωζε τη
μνήμη της αυτοκρατορίας που χάθηκε, κρατούσε ζωντανό το βίωμα ότι οι
κατακτημένοι τόποι εξακολουθούσαν ουσιαστικά να ανήκουν στους
Έλληνες και συντηρούσε τις ελπίδες παλινόρθωσης. Παραθέτουμε από το
βιβλίο του Μάρκου Ρούσσου-Μηλιδώνη Ιησουΐτες στον ελληνικό χώρο
(1560-1915) (ΚΕΟ, 1991, σ. 57-58) κάποια ντοκουμέντα, από τα οποία
μπορούμε να διαπιστώσουμε την απογοήτευση των παπικών
προσηλυτιστών μπροστά στη δύναμη της συνύφανσης της ορθόδοξης
πίστης με τις πατριωτικές παραδόσεις των Ελλήνων: 
Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη δράση των Ιησουϊτών στην πρωτεύουσα
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την πρώτη εικοσαετία του 18
ου
 αιώνα, μας
δίνουν ο π. Φρ. Tarillon στη γνωστή έκθεσή του προς τον υπουργό Εξωτερικών
της Γαλλίας το 1714, και ο παπικός απεσταλμένος Mauri το 1721.
“Η Κωνσταντινούπολη”, γράφει ο Φρ. Tarillon, “κατοικείται από πολλούς
Χριστιανούς. Λέγεται ότι οι Έλληνες φτάνουν τις 200.000 έως 300.000. Οι
Αρμένιοι που είναι μόνιμα εγκατεστημένοι στην Πόλη φτάνουν τις 80.000”(...).
“Γνώρισα στην Κωνσταντινούπολη πολλούς Έλληνες που έχουν καλά αισθήματα
για μας. Δεν θα πρέπει όμως να περιμένουμε πολλές μεταστροφές από το
Έθνος αυτό. Τα θλιβερά υπολείμματα του παλαιού μεγαλείου τους, τους
κάνουν υπερήφανους και κενόδοξους. Δίνουν την εντύπωση ότι η μεγάλη αυτή
Πόλη και η δύναμή της εξακολουθούν να ανήκουν σ’ αυτούς”.
Η αίσθηση των Μικρασιατών Ελλήνων ότι η Πόλη (από τον καιρό που
ήταν ελληνική αποικία και λεγόταν Βυζάντιο), η Ιωνία (απ’ την
αρχαιότητα) και η Μικρά Ασία (από τον καιρό του Μεγαλέξανδρου) ήταν
ελληνικές πατρίδες, έτρεφε καθώς φαίνεται την ορθόδοξη συνείδηση,
διότι ο κοινός τους εχθρός ήταν το Ισλάμ και ο Παπισμός. Πίσω από τον
τελευταίο καιροφυλακτούσε η απειλή της κατάκτησης, που έγινε
πραγματικότητα το 1204. Επομένως, με τη σειρά της, και η ορθόδοξη
συνείδηση έθρεφε τον πατριωτισμό. 
Παραμένει ωστόσο κρίσιμο το ερώτημα: πέρα από την ορθόδοξη
συνείδηση που διαμορφωνόταν από ιστορικούς λόγους, υπήρχε
βαθύτερη αληθινή χριστιανική ευλάβεια; Αντιγράφουμε, από το ίδιο
βιβλίο, από την αναφορά του Ιησουΐτη πατρός De Canillac, με
ημερομηνία 30.10.1610: Η μεγάλη ευλάβεια των Χριστιανών που ζουν
υπό τον οθωμανικό ζυγό θα έπρεπε να κάνει να ντρέπονται οι Χριστιανοί
της Δύσης. Και η ευλάβεια αυτή δεν μπορεί να είναι άσχετη από την
ευλάβεια που η ελληνική ψυχή αναζητούσε και στην οποία έφθασε διά
των νεοπλατωνικών και διά των Χριστιανών ταυτοχρόνως. Δεν ήταν ο
μεγάλος νεοπλατωνικός, ο Πρόκλος, που έβαλε τον φιλοσοφικό λόγο να
λέει “κι έτσι αφήστε με τον κουρασμένο στης ευλάβειας ν’ αράξω το
λιμάνι”; 
Από την άλλη πλευρά, οι επίσημοι φορείς του Ανατολικού
Χριστιανισμού δεν δείχνουν καμιά απολύτως διάθεση για αυτοκριτική.
Προς το παρόν, μόνον το Βατικανό έχει ψελλίσει κάποιες συγνώμες για
τα εγκλήματα του δυτικού Χριστιανισμού, ενώ οι Ορθόδοξοι
εξακολουθούν να παρέχουν αναγνώριση αγιότητας σε αυτοκράτορες που
βαρύνονται με φρικτά εγκλήματα ή σε πρόσωπα μισαλλόδοξα και βίαια,


επειδή βοήθησαν ή επέβαλαν διά των αυτοκρατορικών λογχών την
Ορθοδοξία. 
Η διαιώνιση της εμπάθειας και της προκατάληψης διαιωνίζει και τον
παραλογισμό. Έτσι ο Ιουλιανός που διέπραξε το λάθος ν’ απαγορεύσει τη
διδασκαλία των ελληνικών γραμμάτων από Χριστιανούς δασκάλους
θεωρείται άθλιος, παρόλο που σταμάτησε τις εμφύλιες διαμάχες των
Χριστιανών, έφερε τους Ορθόδοξους απ’ την εξορία κι αποκατέστησε την
ανεξιθρησκία. Αλλά ο Ιουστινιανός, που απαγόρευσε με τη σειρά του τη
διδασκαλία των ελληνικών γραμμάτων από μη Χριστιανούς, τιμάται ως
άγιος παρόλο που δεν μπόρεσε ποτέ να σταματήσει τον χριστιανικό
εμφύλιο, παρόλο που θέσπισε φόνο και εξορία για τους μη Ορθοδόξους
και παρόλο που στο τέλος του βίου του επέβαλε το Μονοφυσιτισμό (που
ως τότε καταδίωκε) ως θρησκεία της αυτοκρατορίας και πέθανε
μονοφυσίτης!
Είναι λοιπόν φανερό, πως βρισκόμαστε μπροστά στην αναβίωση της
σύγκρουσης των πρώτων αιώνων και όχι ακόμη στην ουσιαστική
συζήτηση για την υπεράσπιση της κοινής πατρίδας. Γι’ αυτό, εκείνοι που
γνωρίζουν το ζήτημα και μπορούν να μιλήσουν για το πραγματικό
διακύβευμα δεν ακούγονται ούτε από τους μεν ούτε από τους δε. Ωστόσο
πίσω και από τις δύο πλευρές, νεοεθνικών και ελληνορθοδόξων, φαίνεται
πως βρίσκεται η ίδια αγωνία μπροστά στην απειλή της
παγκοσμιοποίησης και η ίδια προσκόλληση σε μορφές και περιεχόμενα
ξεπερασμένα. Πίσω και από τις δύο πλευρές βρίσκεται συχνά, αν όχι
πάντα, το ίδιο ιουδαϊκό πνεύμα, με αποτέλεσμα πολλοί νεοεθνικοί και
ελληνορθόδοξοι να υπαινίσσονται ή να διακηρύσσουν απερίφραστα, πως
το ελληνικό έθνος αποτελεί το αληθινό περιούσιο και εκλεκτό έθνος… 
Η καρδιά του προβλήματος, ωστόσο, παραμένει η προσπάθεια να
επαναοριστεί ο Ελληνισμός σαν πραγματικότητα του παρόντος. Και
επειδή κάθε εποχή αγωνίας προικοδοτείται με ανθρώπους που μπορούν
να ρίξουν φως, ένας από αυτούς, που παρουσιάστηκε αιφνίδια και
μίλησε με επίγνωση λόγου, ο Απ. Αποστολόπουλος (Η Δύση των
φαντασμάτων και η Μέσα Ελλάδα, Ίνδικτος, 1998), ονόμασε τη
γενεσιουργό μήτρα που διευθετούσε τη μοίρα του Ελληνισμού από την
εποχή του Ομήρου και της αρχαίας πόλης και όριζε το βαθύτερο
πρόσωπο της φυλής “ελληνική ενσάρκωση”. Μπορεί πράγματι αυτή η
μήτρα να ήταν ήδη παρούσα στον Όμηρο; Ας ακούσουμε τους Hanson
και Heath (Ποιος σκότωσε τον Όμηρο, Κάκτος, 1999): 
Οι περισσότερες ελληνικές ιδέες που διερευνήσαμε στο δεύτερο κεφάλαιο με
την Αντιγόνη του Σοφοκλή –η γνώση αποκτιέται με πόνο, η μοίρα είναι το όριο
της λογικής, ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, η αλήθεια προκύπτει μόνο μέσω
διαφωνίας και ανοιχτής κριτικής, η ανθρώπινη ζωή είναι τραγικά σύντομη και
κατά συνέπεια συνοδεύεται από υποχρεώσεις, ο χαρακτήρας είναι θέμα
συμφωνίας λόγων και έργων, το πιο επικίνδυνο ζώο είναι το θηρίο μέσα μας, η
θρησκεία είναι χωριστή και υπόκειται στην πολιτική εξουσία, η ατομική
ιδιοκτησία πρέπει να είναι απαλλαγμένη από κυβερνητικούς καταναγκασμούς
(…)– ξεκινούν από τον Όμηρο και κυρίως από την Ιλιάδα, και ποτέ ξανά δεν
παρουσιάζονται τόσο ειλικρινά, χωρίς απολογίες ή λογική επεξεργασία.


Μπορεί η δημοκρατία να ενυπήρχε στη βουλή και στη συνέλευση των
πολεμιστών, πριν ακόμα αναγνωρίσει τον εαυτό της στην εκκλησία του
Δήμου; Ας ακούσουμε τον Δημήτριο Ευαγγελίδη (Λεξικό των Αρχαίων
Ελληνικών και Περι-ελλαδικών φύλων, Κυρομάνος, 2002): 
Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι οι βασικές αρχές του φυλετικού κράτους
περιείχαν τα σπέρματα όλων των θεσμών που συναντούμε σε μεταγενέστερα
ελληνικά πολιτεύματα όπως την βασιλεία, που σε ορισμένα κράτη θα εξελιχθεί
σε μοναρχία, ενώ σε άλλα θα καταργηθεί, τη βουλή, την συνέλευση δηλαδή
όλων των πολιτών, που θα παραμείνει σε όλα τα πολιτειακά συστήματα, την
συνέλευση των πολεμιστών, που θα εξελιχθεί στην εκκλησία του δήμου και
τέλος την οργάνωση του κράτους μέχρι το επίπεδο του γένους, του βασικού
κυττάρου ενός αρχαιοελληνικού φύλου.
Μέσα στη γενικότερη ανακεφαλαίωση, το θέμα της Εθνεγερσίας του
‘21, που ανάστησε το ελληνικό πρόσωπο, μοιραία επέστρεψε. Ο
Αποστολόπουλος είδε το ’21 σαν το νεότερο κέντρο της ελληνικής
ενσάρκωσης. Αναπόφευκτα ήρθε η αμφισβήτηση, που μίλησε για
πλιατσικολόγους με τοπική συνείδηση και συμφέροντα και για τον
παρατεταμένο εμφύλιο, που “κατ’ ευφημισμόν ονομάστηκε επανάσταση”.
Ναι, αλλά το ζήτημα είναι το πώς αυτοί οι πλιατσικολόγοι ανήγαγαν τη
στενή τοπική τους ύπαρξη σε κείνες τις διαστάσεις που έγινε δυνατό να
δεχθούν τη μοίρα της σκλαβωμένης πατρίδας τους σαν δική τους μοίρα
και να αποκτήσουν αρχαγγελικές φτερούγες, δίχως καθόλου να πάψουν
να κουβαλούν τα αρχαία ελαττώματα της φυλής!
Στο τ. 441 του ΔΙΑΒΑΖΩ, που περιέχει ένα πολύ καλό αφιέρωμα στον
Κωστή Παπαγιώργη, ο καθηγητής Βρασίδας Καραλής, ωθούμενος από
μια παράξενη ανάγκη όχι να απομυθοποιήσει –πράγμα πάντοτε
αναγκαίο– αλλά να εξευτελίσει παντελώς το ’21, γράφει: 
(...) αναρωτήθηκα γιατί ο Κ. Παπαγιώργης δίστασε να πει ότι τελικά δεν έγινε
καμιά επανάσταση ελληνική και ότι ένας εμφύλιος κοτζαμπάσηδων
μετατράπηκε από μια ευφάνταστη διανόηση σε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. 
Όπως και να ‘χει, σε μας τουλάχιστον είναι δύσκολο να γνωρίζουμε
ποιος ακριβώς κοτζαμπάσης έστειλε τον Καραϊσκάκη στο Δίστομο και
στην Αράχωβα, τον Αντρούτσο στο χάνι της Γραβιάς, το Διάκο στην
Αλαμάνα, τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, το Μακρυγιάνη στους μύλους
του Αναπλιού, τον Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια και στα προσκυνημένα
χωριά, και ποιοι κοτζαμπάσηδες έστειλαν εκείνη τη δύστροπη και
ξεροκέφαλη φρουρά στο Μεσολόγγι, που τόσο προσβλήθηκε όταν ο
Κιουταχής απαίτησε την παράδοση των αρμάτων, ώστε ήθελε να ορμήσει
αμέσως έξω αφηνιασμένη. Ας είναι. 
Η θρησκευτική αλληλοαπόρριψη 
Σε άρθρο του στο Βήμα της 24.8.03, ο καθηγητής κ. Γ. Μπαμπινιώτης
γράφει: Ούτε μας ενδιαφέρει ούτε παρεμβαίνουμε στο τι πιστεύουν οι Νεοπαγανιστές.
Έχουν κάθε δικαίωμα να πιστεύουν ό,τι θέλουν. Δικαιούμεθα μόνο να ζητούμε
να μη ταυτίζουν τον Ελληνισμό με την απόρριψη της ορθόδοξης χριστιανικής
πίστης, παραπλανώντας μερικούς ανυποψίαστους συμπατριώτες μας ότι, δήθεν,
Έλληνας σημαίνει μη Χριστιανός και ότι ο Χριστιανισμός κατέστρεψε τον
Ελληνισμό! 
Το ερώτημα είναι αν θα δεχόταν ο κ. Μπαμπινιώτης, στο όνομα της
ισοτιμίας, την ίδια πρόταση από την πλευρά των Εθνικών: 
Ούτε μας ενδιαφέρει ούτε παρεμβαίνουμε στο τι πιστεύουν οι
Ελληνορθόδοξοι. Έχουν κάθε δικαίωμα να πιστεύουν ό,τι θέλουν. Δικαιούμεθα
μόνο να ζητούμε να μη ταυτίζουν τον Ελληνισμό με την απόρριψη της πάτριας
ελληνικής θρησκείας, παραπλανώντας μερικούς ανυποψίαστους συμπατριώτες
μας ότι, δήθεν, Έλληνας σημαίνει μη Εθνικός και ότι η Εθνική πάτρια λατρεία
καταστρέφει τον Ελληνισμό!
Φαίνεται πάντως, πως πράγματι κάποιοι νεοεθνικοί δογματίζουν ότι
είναι αδύνατο ένας αληθινός Έλληνας να είναι χριστιανός! Αυτό θα ήταν
τελείως ακατανόητο για κείνους που έφτιαξαν τη νέα Ελλάδα με τα
αίματά τους. Για το Μακρυγιάννη ήταν απόλυτα φυσικό να αισθάνεται
απόγονος των αρχαίων και να υπερασπίζει με τη ζωή του τις κληρονομιές
τους· όσο για τον Κολοκοτρώνη, ούτε η περικεφαλαία του ούτε η πίστη
του θα λέγαμε πως ήταν φολκλόρ... Το δόγμα των νεοεθνικών ασεβεί
προς την ελληνική ψυχή. Μήπως αυτοί οι άνθρωποι είναι ευσεβέστεροι
του μεγάλου νεοπλατωνικού Πορφύριου; Ο οποίος, παρά το ότι υπήρξε ο
πλέον αμείλικτος στον αντιχριστιανικό αγώνα, ζήτησε και έλαβε χρησμό,
όπου οι θεοί χαρακτήρισαν τον Ιησού “ευσεβέστατο” και αποφάνθηκαν
ότι είχε γίνει αθάνατος. Επομένως οι νεοεθνικοί ασεβούν και απέναντι
στους θεούς, οι οποίοι μάλλον γνωρίζουν καλύτερα απ’ αυτούς τον Ιησού.
Έπειτα, είναι βέβαιοι ότι ο αναβρασμός της αναμονής του Φάνητα
Διόνυσου ως Μεσσία, κατά την άμεση προ Χριστού περίοδο, οι
προφητείες των Σιβυλλών και η απορία του Κικέρωνα είναι πράγματα
άσχετα με τον Χριστό; Ας δούμε τι αναφέρει ο Η. Jeanmaire στο βιβλίο
του Διόνυσος, Ιστορία της Λατρείας του Βάκχου (Κλειώ, Πάτρα, 1985, σ.
508):
Κατά τας καθαράς ορφικάς αντιλήψεις, εκ του κοσμικού ωού εγεννήθη απ’
ευθείας ο Φάνης, πρώτος Θεός, πρώτος δημιουργός και πρώτος βασιλεύς του
Σύμπαντος, ο οποίος έθεσε την τάξιν. Ο Φάνης ήταν ο πρώτος γεννηθείς, ο
Πρωτόγονος, φέρων επίσης και την ονομασίαν Ηρικεπαίος (και υπό το όνομα
αυτό είναι και άρρην και θήλυ) ή Μήτις (προσωποποίησις της Θείας σοφίας)
(...). 
Είναι δυνατόν, όπως υπέθεσαν, ότι η ελληνική σκέψις, βαθειά επηρεασμένη
από την αντίληψιν της κυκλικής ροής των πραγμάτων, έβλεπεν εις το μέλλον
μίαν επιστροφήν εις την αφετηρίαν και ότι ο Φάνης θα εβασίλευεν εκ νέου μετά
τον Δία. Ο κόσμος τότε δεν θα επανεύρισκεν μόνον το εν, το οποίον είχε
διασπασθεί εις τα πολλά της παρούσης δημιουργίας, αλλά κατά μίαν γνώμην,
περισσότερον λαϊκήν, θα επανήρχετο εις την Χρυσήν εποχήν. 
(...) Ότε διεδόθη ή μάλλον αφυπνίσθη διά του στόματος των Σιβυλλών η τόσον
ζωηρά πίστις των τελευταίων προ Χριστού αιώνων περί της ανανεώσεως του


κόσμου και της προσεγγίσεως του Χρυσού αιώνος, παρετηρήθη εις τας
θρησκευτικάς κοινότητας τας τελούσας υπό την προστασίαν του Διονύσου ο
αναβρασμός της αναμονής του μεσσίου (...). 
Ιδού ο Σιβυλλικός χρησμός, όπως βρίσκεται στο έργο του Βιργίλιου (40
π.Χ.), κατά μετάφραση του Απ. Πιερρή, στο βιβλίο του Χώρος και
Ιστορία: 
Έχει ήδη επέλθει η εσχάτη εποχή των Σιβυλλικών χρησμών· απ’ αρχής
γεννάται η μεγάλη σειρά των αιώνων. Ήδη επανέρχεται η Παρθένος,
επανέρχονται τα βασίλεια του Κρόνου· ήδη νέα γενεά καταπέμπεται από του
υψηλού ουρανού. Συ τώρα τον γεννώμενον παίδα με τον οποίον εν πρώτοις
λήγει το σιδηρούν και εξ ολοκλήρου εγείρεται επί γης το χρυσούν γένος, αγνή,
ευνόησε, ειλείθυια: ο σος ήδη βασιλεύει Απόλλων.
Στην Κλασική Παράδοση (ΜΙΕΤ, σ. 50), ο Highet σχολιάζει:
Η θαυματουργή γέννηση του βρέφους, που θα εξαγγείλει μια νέα εποχή
ειρήνης και ευτυχίας, ήταν όνειρο των ανθρώπων ολόκληρου του μεσογειακού
κόσμου τους τελευταίους αιώνες της ειδωλολατρικής εποχής. 
Ο άλλος περίφημος Σιβυλλικός χρησμός ήταν ο εξής: “Ήξει δ’ αγνός
άναξ, πάσης Γης σκήπτρα κρατέων”. Ο Κικέρων (106-43 π.Χ.)
αναρωτιέται στο βιβλίο του De diuinatione (11, 54) γι’ αυτό τον χρησμό:
Αν αυτό υπάρχει στα βιβλία, σε ποιον άνθρωπο και σε ποια εποχή
αναφέρεται;
Οι νεοεθνικοί δεν αναφέρονται καθόλου σ’ αυτά λες και δεν
αποτελούσαν μέρος της αρχαίας θρησκευτικότητας. Πώς μπορούν να
αποκλείσουν ότι ο Χριστός είχε κάποια σχέση με τον αναμενόμενο υιό
της Παρθένου, τον Ορφικό Φάνητα Διόνυσο Απόλλωνα; Ο Βλάσης
Ρασσιάς γράφει ότι ο θείος Λόγος (έστω κι αν τον αντιλαμβάνεται ως
αποκλειστικά ενδοκοσμικό) είναι η πηγή των θεών: Αυτός ο Ένας
εσωκοσμικός Θεός ή οι πολλοί εξ Ενός, είναι προφανώς ο θείος Λόγος, η
“αφετηρία των Θεών” (Διϊπετές τ. 10). Ποιος μπορεί να είναι απόλυτα
βέβαιος ότι αυτός ο θείος Λόγος δεν είναι ο Λόγος Χριστός; Οι Έλληνες
Εθνικοί δεν θέλησαν να αναγνωρίσουν στον Ιησού την αναμενόμενη
ενσάρκωση του Λόγου Φάνητα Διόνυσου, κατά τον ίδιο τρόπο που οι
Ιουδαίοι δεν θέλησαν να αναγνωρίσουν σ’ αυτόν την αναμενόμενη
ενσάρκωση του Μεσσία.
Οι Χριστιανοί, με τη σειρά τους, δογματίζουν ότι οι θεοί των Ελλήνων
ήταν δαιμονικοί ή ανύπαρκτοι και η λατρεία τους ειδωλολατρία... Πώς
όμως, κατά τη γνώμη τους, γεννήθηκε ένας πολιτισμός με ιεροκοσμική
πολιτεία, που συνεχίζει να παραμένει μια δρώσα επιρροή και πηγή
έμπνευσης για ολόκληρο τον πλανήτη, εάν το θείο απουσίαζε, εάν δεν
επικουρούσε και δεν στήριζε μια τέτοια εξαιρετική άνθιση του πνεύματος
μέσα και από τη θρησκευτικότητα του λαού εκείνου; 
Βάσει των χριστιανικών ισχυρισμών, βρισκόμαστε μπροστά στο
παράδοξο να έχουμε από τη μια ένα μεγαλειώδη πολιτισμό που
βασίστηκε σε ψεύτικους ή δαιμονικούς θεούς, στους “κλέφτες και
μοιχούς του Ολύμπου”, και από την άλλη ένα χριστιανικό πολιτισμό που


τράφηκε απ’ τον πρώτο αλλά δεν έφθασε ποτέ το μεγαλείο εκείνου, αν
και ήταν βασισμένος στον αληθινό Θεό! Αλλά, βέβαια, εδώ βρισκόμαστε
μπροστά σε μια αντίληψη περί Θεού πολύ παράδοξη. Για ποιο λόγο,
άραγε, ο Θεός της αγάπης θα άφηνε ως την εποχή της ενανθρώπισης του
Λόγου χωρίς μια κάποια εκπροσώπηση του θείου τα μεγάλα αρχαία έθνη
που είχαν ξεπεράσει το στάδιο του ανιμισμού και αναζητούσαν την
αλήθεια;
Όλες οι μεγάλες κοσμικές περίοδοι έχουν ένα τέλος, που είναι
ταυτόχρονα μια καινούργια αρχή. Με την ενανθρώπιση του Λόγου, που
ήταν ο Κύριός τους, οι αρχαίοι θεοί έπρεπε να εκκενώσουν τα πάνθεα
των εθνών. Αλλά το ότι αποσύρθηκαν από τα πάνθεα δεν σημαίνει πως
δεν είναι ενεργοί στον κόσμο και στη φύση! Σημαίνει απλά, πως δεν
υπήρχαν πλέον λόγοι εκπροσώπησης των όψεων του θείου από αυτούς,
αφού φανερώθηκε ο ίδιος ο Λόγος επί Γης. 
Και πώς οι Χριστιανοί μπορούν να γνωρίζουν τη βαθύτερη περί θεών
αλήθεια; Ο Παύλος, και αργότερα ο Αρεοπαγίτης, αναφέρονται στις
ουράνιες Ιεραρχίες που δρουν ανάμεσα στην ανθρωπότητα και το Θεό:
κατονομάζουν Θρόνους, Σεραφείμ, Χερουβείμ, Δυνάμεις, Κυριότητες,
Εξουσίες, Αρχές, Αρχαγγέλους, Αγγέλους. Τον πρώτο καιρό του
Χριστιανισμού, οι προχωρημένοι κατανοούσαν τις Ιεραρχίες αυτές και
ήταν σε επαφή και συνεργασία μαζί τους, όπως πριν αλλά και
παράλληλα με αυτούς έπρατταν και οι Εθνικοί στα Μυστήρια· ο μέσος
Πλατωνισμός, ο Πλούταρχος και οι νεοπλατωνικοί γνώριζαν πολλές
λεπτομέρειες περί των Ιεραρχιών αυτών, θεών, ημίθεων, δαιμόνων,
ηρώων κλπ. Πώς μπορούν οι Χριστιανοί να αποκλείσουν, ότι στα
Μυστήρια των αρχαίων εθνών υπήρχαν επαφές με τις ίδιες αυτές
οντότητες; Πώς μπορούν να αποκλείσουν ότι οι αρχαίοι θεοί ήταν, για
παράδειγμα, οι κύριοι των πεδίων όπου οι Ιεραρχίες αυτές κατοικούσαν;
Ακόμα και αν δεν διαθέτει μια σαφή διδασκαλία για τη διάταξη των
πεδίων, ωστόσο ο χριστιανισμός αναγνωρίζει σαφώς την ύπαρξή τους, και
μάλιστα τα αριθμεί ως ουρανούς, αφού ο ίδιος ο Παύλος διηγείται ότι
αφαρπάσθηκε στον τρίτο ουρανό. Έτσι, θα μπορούσαμε να δούμε την
Αθηνά των Ελλήνων (ή την Αγία Σοφία των Ορθοδόξων) σαν τη θεότητα
του νοητικού πεδίου, τον Ποσειδώνα σαν τον κύριο του συναισθηματικού
(και ως εκ τούτου υδαρούς) πεδίου κλπ. Οι ουρανοί είναι γεμάτοι από
οντότητες, αλλά οι θεοί των Ελλήνων και των εθνών ανύπαρκτοι! Ποιος το
θέλησε έτσι; Ας ρίξουμε μια ματιά στην Π. Διαθήκη:
Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου (...) Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού. (...)
Εγώ γαρ ειμί Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής, αποδιδούς αμαρτίας πατέρων
επί τέκνα, έως τρίτης και τετάρτης γενεάς τοις μισούσί με και ποιών έλεος εις
χιλιάδας τοις αγαπώσι με και τοις φυλάσσουσι τα προστάγματά μου. 
Έτσι μιλάει ο θεός των Εβραίων και καλά θα έκανε ο Ισραήλ να είχε
υπακούσει! Αντ’ αυτού έτρεχε πάντα πίσω από τους ξένους Ασσυριο-
Βαβυλωνιο-Χαλδαϊκούς θεούς, οικοδομώντας όλους τους υψηλούς
τόπους με τους ναούς τους, πλην της περιόδου τριών μόνον βασιλέων στη
μακραίωνη ιστορία του. Αυτά τα λόγια είχαν ισχύ μόνο για τους


Εβραίους: Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού – Δεν θα υπάρχουν για
σένα θεοί άλλοι πλην εμού, όχι δεν υπάρχουν άλλοι θεοί!
Ο αποκλεισμός των άλλων, αυτό το χαρακτηριστικό του εκπεσώντος
Ιουδαϊσμού που κληρονόμησε ο Χριστιανισμός, βρίσκεται στη ρίζα της
χλεύης προς τους θεούς των Ελλήνων, η οποία καταλήγει στον
υποβιβασμό του Πατρός της αγάπης, αφού τον παρουσιάζει αδιάφορο
για τα παιδιά του που τον αναζητούσαν στην Ελλάδα και αλλού. 
Όσο για τα ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά των αρχαίων “κλεπτών
και μοιχών” θεών, πρώτον, οι ίδιοι οι αρχαίοι τα κατήγγειλαν πρώτοι,
αρχής γενομένης από τους προσωκρατικούς, και υιοθέτησαν την
αλληγορία προσπαθώντας ν’ αποσυμβολίσουν τους μύθους. Δεν
περίμεναν τους Χριστιανούς γι’ αυτό!  
Δεύτερον, αν η ανθρωπομορφία είναι κριτήριο απόρριψης, τότε οι
Χριστιανοί δικαιώνουν εκείνους που απορρίπτουν για τον ίδιο λόγο την
Π. Διαθήκη, αποδίδοντας στο θεό της ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Ο
Singer (Σκιές στον ποταμό Χάντσον, Καστανιώτης, σ. 202) θέτει τον
παρακάτω προβληματισμό στο στόμα του κεντρικού του (Εβραίου) ήρωα:
Επί χρόνια ο Γκρέιν κατέληγε στα ίδια συμπεράσματα. Ωστόσο δεν μπορούσε
να γίνει ένας θρήσκος Εβραίος που υπακούει αυστηρά σε όλους τους νόμους
(...). Πώς θα μπορούσε ειλικρινά ν’ αποδίδει στο Θεό κάθε λογής ανθρώπινες
ιδιοτροπίες και πεποιθήσεις; 
Βλέπουμε, λοιπόν, νεοεθνικούς και Χριστιανούς να περιφρονούν
αλλήλους για την πίστη τους. Αλλά ο χλευασμός των θεών των άλλων, ένα
αποκλειστικά ιουδαϊκό χαρακτηριστικό, ήταν φαινόμενο άγνωστο στο
ελληνικό πνεύμα. 
Υπάρχει τελικά έδαφος για αλληλοσεβασμό; Αν σταθούμε με
αμεροληψία, θα βρούμε ότι ένας τέτοιος αλληλοσεβασμός μπορεί να
αντλεί και από το γεγονός ότι κάποιοι Έλληνες συσχέτισαν εξαρχής τον
Ιησού με τον Ορφέα, τον Απόλλωνα ή το Διόνυσο, ή ότι υπήρξαν
άνθρωποι σαν το Συνέσιο, που βρήκαν ότι μπορούσαν να δεχθούν την
ενανθρώπιση του Λόγου και να γίνουν Χριστιανοί, δίχως να δεχθούν την
εβραϊκή επιρροή και δίχως να πάψουν να είναι Έλληνες στη σκέψη και
στη ζωή τους. Όσο για τις συζητήσεις περί των κοσμολογικών αληθειών,
για την εκ του μηδενός δημιουργία ή για το ενδοκοσμικό θείο κλπ., θα
μπορούσαν να διεξάγονται σε μια σφαίρα αλληλοκατανόησης και όχι
εχθρικής αλληλοπεριφρόνησης.
Αντ’ αυτού βλέπουμε έκπληκτοι πως, τόσο οι Εθνικοί όσο και οι
Χριστιανοί, επιμένουν να ορίζουν τον Έλληνα με βάση τη θρησκεία του!
Αν υπάρχει όμως ένας λαός, μοναδικό φαινόμενο στην Ιστορία, που
έζησε για χιλιετηρίδες προσδιοριζόμενος με θρησκευτικό αποκλειστικά
τρόπο, αυτός ήταν οι Εβραίοι, στους οποίους η θρησκεία ταυτιζόταν με
το έθνος και το έθνος με τη θρησκεία. Και ενώ οι Εβραίοι, στην ανάγκη
τους να επαναπροσδιορισθούν, κινήθηκαν κατά τον 19ο
 αιώνα προς τη
διάρρηξη της σχέσης θρησκείας – έθνους, φαίνεται πως ο Ελληνισμός,
στην ανάγκη του να αυτοπροσδιορισθεί μέσα στο ραγδαία
μεταλλασσόμενο κόσμο του 21ου
 αιώνα, κινείται προς την ταύτιση
θρησκείας – έθνους!!Υπάρχει “ανθελληνισμός” στο σύγχρονο χριστιανικό χώρο; Θέτουμε τη
λέξη εντός εισαγωγικών, διότι το παράδειγμα που θα αναφέρουμε σε
καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εννοηθεί σαν αντιπατριωτισμός, αλλά
μάλλον σαν επιλογή να δοθεί η έμφαση στην πλευρά της χριστιανικής
ορθόδοξης οικουμενικότητας, σε αντίθεση με την αντίληψη που δίνει την
έμφαση στις ελληνικές της ρίζες. Ας δούμε. Κατά την αντίληψη των
Ορθοδόξων, ο Ελληνισμός παρελήφθη από τον ελληνοπατερικό
Χριστιανισμό και διεσώθη εντός του “εν ετέρα μορφή”. Ο π. Γ.
Φλορόφσκι, μια αυθεντία στο χώρο της Ορθόδοξης θεολογίας, διακήρυξε
επίσης ότι οι Έλληνες πατέρες εκχριστιάνισαν τον Ελληνισμό, αυτό όμως
δεν τον εμπόδισε να γράψει “ας γίνουμε περισσότερο Έλληνες για να
‘μαστε αληθινά καθολικοί, αληθινά Ορθόδοξοι”. Άνθρωποι σαν τον
μητροπολίτη Μεθόδιο Φούγια ή τον μητροπολίτη Αθηναγόρα Ελευθερίου
θα προσυπέγραφαν ασμένως αυτή τη δήλωση, κάποιοι σύγχρονοι
θεολόγοι όμως δυσφορούν και θέλουν να την αντιστρέψουν. Έτσι, ο
θεολόγος Κ. Δεληκωνσταντής θα πει γι’ αυτή τη ρήση του Φλορόφσκι, στο
Συνέδριο Πατερικής Θεολογίας: Γρηγόριος ο Θεολόγος (Αρμός, 1990, σ.
105):
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ένας από τους πρωτεργάτες της δημιουργικής
συζεύξεως Χριστιανισμού και Ελληνισμού, μάλλον θα ήταν της γνώμης ότι,
μόνον εάν αντιστρέψουμε την παραπάνω φράση μας αποκαλύπτεται ολόκληρη
η αλήθεια στη σχέση της χριστιανικής πίστεως και του ελληνικού πνεύματος:
ας γίνουμε, λοιπόν, περισσότερο Ορθόδοξοι, για να είμαστε αληθινά Έλληνες. 
Εν κατακλείδι, σε ό,τι αφορά τη σχέση Ελληνισμού – Χριστιανισμού,
μπορούμε να πούμε ότι τον καιρό εκείνο, μη έχοντας πολιτεία ελεύθερη
η Ελλάδα δεν ήταν ενσαρκωμένη, ενώ ο Χριστιανισμός λύγιζε κάτω από
το βάρος του ιουδαϊκού του ορόφου. Επομένως, η ελληνική ενσάρκωση
δεν μπόρεσε να σταθεί απέναντι στη χριστιανική και να κοιταχτούν στα
μάτια. Ο Ελληνισμός συνέχισε λοιπόν τις μετενσαρκώσεις του διά των
νεοπλατωνικών του εκδοχών και διά του Στωικισμού, και ο
Χριστιανισμός πορεύθηκε προς την κοσμοκρατορία που ο Χριστός
αρνήθηκε. Ως εκ τούτου, μόνον όταν ο Ελληνισμός εξελληνισθεί, όταν
επιστρέψει δηλαδή στην ελληνική πολιτεία, και μόνον όταν ο
Χριστιανισμός εκχριστιανισθεί, όταν επιστρέψει δηλαδή στο ζωντανό
Χριστό, θα μπορέσουν αυτοί οι δύο κόσμοι να συναντηθούν. Η
συνάντησή τους –που αναγγέλθηκε από τον ευαγγελιστή Ιωάννη ως
προϋπόθεση για τη δόξα της υιότητας του ανθρώπου– εκκρεμεί!
Ας μας επιτραπεί, ωστόσο, εδώ να εκθέσουμε κάποιο προβληματισμό για
τον τρόπο που μελετούμε, κρίνουμε και διεισδύουμε στις θρησκείες του
κόσμου.  
Σίγουρα, αυτό που κατ’ εξοχήν ενδιαφέρει είναι το τι σώμα αξιών, τι
άνθρωπο, τι πολιτεία και τι ιστορία διαμόρφωσε κάθε θρησκεία· αυτό
βαραίνει για την πορεία της ανθρωπότητας και, ως εκ τούτου, πρέπει να
μελετάται με απόλυτα επιστημονική ουδετερότητα. Ωστόσο οι θρησκείες
έχουν πάντα την εσωτερική πνευματική τους διάσταση, στην οποία η
επιστημονική προσέγγιση δεν μπορεί να προσφέρει πολλά. Είναι μάλλον


βέβαιο, ότι ο εσωτερικός πυρήνας κάθε θρησκείας μόνο στις μέρες μας
αρχίζει να αγγίζει τη μέση συνείδηση· έτσι έρχονται εποχές όπου η
ανθρωπότητα θα δει την άμεση επίδραση των εσωτερικών δυναμικών
θρησκευτικών πυρήνων στη ζώσα πραγματικότητα, και μια άλλη ιστορία
και κοινωνία να διαμορφώνεται, εδραιωμένη στη διαπιστωμένη
οικουμενικότητα αυτών των πυρήνων. Τώρα, ωστόσο, βρισκόμαστε ακόμα
στις μέρες όπου μπορούμε να απορρίπτουμε ολοκληρωτικά διάφορες
θρησκείες, επειδή τα εξωτερικά κελύφη τους μας φαίνονται απαράδεκτα.
Δηλώνουμε έτσι, ότι δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει κάποιος πυρήνας
αληθείας σ’ αυτές, και αυτή είναι κοινή νοοτροπία των Εθνικών όταν
αντιμετωπίζουν τις μονοθεϊστικές θρησκείες, όσο και των Χριστιανών όταν
αντιμετωπίζουν τις εθνικές θρησκείες.
Θα πρέπει όμως να ομολογήσουμε με γενναιότητα, το προφανές: πως
είναι αδύνατον κανείς να κατανοήσει την εσωτερική, πνευματική πλευρά
μιας άλλης θρησκείας εάν δεν τη βιώσει!
Υπάρχει το Ισλάμ που τα Ιερατεία διαμόρφωσαν και υπάρχει το
εσωτερικό Ισλάμ των Σούφι και των Δερβίσηδων, λαμπρό από φως,
ποίηση, ομορφιά και ελευθερία. Μπορεί να γίνει κατανοητό αυτό το
Ισλάμ αν δεν ζήσουμε σαν Σούφι; 
Μπορούμε να κατανοήσουμε την ουσία του Βουδισμού αν δεν ζήσουμε
ως βουδιστές; Σίγουρα μπορούμε να μελετήσουμε το πώς ο Βουδισμός
επηρέασε τις κοινωνίες στις οποίες διαδόθηκε και τι παραδόσεις
δημιούργησε, αλλά δεν θα πλησιάσουμε καθόλου έτσι στην εσωτερική
αλήθεια του, που σκοπεύει να μας κάνει Βούδες! 
Μπορούμε να κατανοήσουμε την αρχαία θρησκεία εξετάζοντάς τη μόνο
ως ουδέτεροι μελετητές; Η απάντηση είναι όχι! Θα πρέπει μάλλον να τη
βιώσουμε μέσα από τη συνειδητή ένωση με τους Θεούς και τη μετοχή
στις ιεροπραξίες της, να επιχειρήσουμε να εμβαπτιστούμε στα
πνευματικά βιώματα των αρχαίων Μυστηρίων και να βαδίσουμε κι εμείς
προς την “εκθέωση” των ηρώων, προς τη “θέωση” των Ορφικών, προς την
πλατωνική “ομοίωση με τον Θεό” ή τη “θέωση” του Πλωτίνου. 
Κατά τον ίδιο τρόπο, είναι φανερό πως δεν μπορούμε να μιλήσουμε για
τον αληθινό Χριστιανισμό χωρίς να γνωρίζουμε την εν Χριστώ ζωή, η
οποία σκοπεύει στη χριστοποίησή μας. 
Κλείνοντας, ας παρατηρήσουμε το αυτονόητο: οι Έλληνες δεν έχουμε
την πολυτέλεια να αναλωνόμαστε ανάμεσα στις δύο αντίπαλες
προπαγάνδες, τις οποίες θα πρέπει μάλλον να τις μουντζώσουμε με τα
δύο χέρια. Ό,τι καλό υπάρχει στις δύο πλευρές, που δεν είναι στην
υπηρεσία της προπαγάνδας, ας το κρατήσει όποιος θέλει, όμως
ψάχνουμε την ψυχή μας και, επομένως, στις δύο παραδόσεις ψάχνουμε
την καρδιά της κάθε μιας: ο Χριστιανισμός πέρα από τα δόγματα, είναι ο
ζων Χριστός, ο Ελληνισμός, πέρα από τα κείμενα, είναι η ζώσα Ελλάδα,
δηλαδή η ελληνική ενσάρκωση! Έχουμε δρόμο για να καταλάβουμε και
το ένα και το άλλο.